- ρηκτικός
- -ή, -ό / ῥηκτικός, -ή, -όν, ΝΑ [ῥήκτης]νεοελλ.φρ. «ρηκτική οβίδα» ή «ρηκτικό βλήμα» — βλήμα που προορίζεται για τη διάτρηση πολύ ανθεκτικών στόχων, αλλ. ρήκτηςαρχ.1. ο κατάλληλος ή ικανός για διάρρηξη2. αυτός που προκαλεί ή επιφέρει διάρρηξη αποστήματος.
Dictionary of Greek. 2013.