ρηκτικός

ρηκτικός
-ή, -ό / ῥηκτικός, -ή, -όν, ΝΑ [ῥήκτης]
νεοελλ.
φρ. «ρηκτική οβίδα» ή «ρηκτικό βλήμα» — βλήμα που προορίζεται για τη διάτρηση πολύ ανθεκτικών στόχων, αλλ. ρήκτης
αρχ.
1. ο κατάλληλος ή ικανός για διάρρηξη
2. αυτός που προκαλεί ή επιφέρει διάρρηξη αποστήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ῥηκτικός — apt to burst masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηκτικόν — ῥηκτικός apt to burst masc acc sg ῥηκτικός apt to burst neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηκτικαί — ῥηκτικός apt to burst fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηκτική — ῥηκτικός apt to burst fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”